(I)ἔρος, ὁ (Α)ποιητ. τ. αντί έρως, βλ. έρωτας.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ποιητ. τ. του έρως].(II)ἔρος, τὸ και ιων. τ. εἶρος (Α)(μόνο εν συνθέσει) το έριο.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ιων. τ. του είρος «ἐριο, μαλλί»].