αερσίλοφος

Greek Monolingual

ἀερσίλοφος, -ον (Α)
(για τόπο) όποιος έχει ψηλό λόφο ή (για πρόσωπα) ψηλό λοφίο περικεφαλαίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. ἀερσι- (< ἀείρω Ι) + λόφος «λόφος βουνού, λοφίο περικεφαλαίας, ο αυχένας, θύσανος τριχών ή πτερών»].