αετήσιος

Greek Monolingual

και αιτήσιος, -α, -ο αετός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αετό ή ο όμοιος με αυτόν («αετήσια νύχια»)
2. ο κατασκευασμένος από κόκαλο αετού.