κόκαλο

From LSJ

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548

Greek Monolingual

και κόκκαλο, το (Μ κόκκαλον)
1. οστό
2. φρ. «τρώγω κάποιον ώς το κόκαλο» — εκμεταλλεύομαι κάποιον πάρα πολύ
νεοελλ.
1. εργαλείο ή εξάρτημα κατασκευασμένο από οστό, όπως π.χ. το πλήκτρο του πιάνου
2. μικρό εργαλείο από ξύλο, μέταλλο ή κόκαλο, με το οποίο υποβοηθείται η εισαγωγή του ποδιού στο υπόδημα
3. ο σκληρός πυρήνας τών καρπών, κουκούτσι
4. φρ. α) «γερό κόκαλο» — άνθρωπος ισχυρής κράσης, πολύ υγιής και ανθεκτικός
β) «είμαι πετσί και κόκαλο» — είμαι άτομο πολύ αδύνατο, είμαι λιπόσαρκος
γ) «αφήνω κάπου τα κόκαλά μου» — πεθαίνω σε έναν τόπο
δ) «μένω κόκαλο» — μένω άναυδος, μένω εμβρόντητος
ε) «κόκαλα έχει ο καφές;» — λέγεται ως εκδήλωση ανησυχίας για την αργοπορία σερβιρίσματος του καφέ
στ) «αυτή η δουλειά έχει κόκαλα» — αυτή η δουλειά είναι δύσκολη στην εκτέλεσή της
ζ) «έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο» — το κακό έφτασε στο απροχώρητο
η) «παλιό κόκαλο» άτομο μεγάλης ηλικίας
5. παροιμ. «η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει» — με τη συκοφαντία και την προσβολή μπορεί κάποιος να προκαλέσει το μεγαλύτερο κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκαλος, με αλλαγή γένους, κατά το ὀστοῦν.