-η, -ο (Α ἀθέατος, -ον) θεῶμαιαυτός που δεν θεάθηκε ή δεν είναι δυνατόν να θεαθεί, μη θεατός, αόρατος, μυστικός, κρυφόςαρχ.αυτός που δεν βλέπει κάτι, ο τυφλός.