αθεσμόβιος

Greek Monolingual

ἀθεσμόβιος, -ιον (Α)
αυτός που ζει έξω από την ηθική τάξη, εκτός νόμου, άνομος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄθεσμος + -βιος < βιῶ].