άνομος
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄνομος, -ον)
(για πρόσωπα)
1. αυτός που δεν τηρεί τους νόμους, άδικος, παράνομος
2. (για πράγματα) α) ασεβής, μιαρός, φαύλος
β) αυτός που γίνεται παράνομα, άδικος
αρχ.
1. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα άνομα
παράνομες πράξεις, ανομίες
2. αυτός που δεν γίνεται σύμφωνα με τους νόμους της μουσικής, μη μελωδικός, μη αρμονικός.