Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
(Α ἀθῳώ, -όω)απαλλάσσω κάποιον από κατηγορία, τον κηρύσσω αθώο.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αθωώνω, μεταπλασμένος ενεστ. τ. του ἀθῳόω < ἀθῷος.ΠΑΡ. ἀθῷωσιςνεοελλ.αθωωτής].