αιγώνυξ

Greek Monolingual

αἰγῶνιξ και αἰγόνυξ (-υχος), ο, η (Α)
αυτός που έχει νύχια κατσίκας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴξ –αἰγὸς + ὄνυξ.