αιθάνιο

Greek Monolingual

το Χημ.
άχρωμος, άοσμος, αέριος υδρογονάνθρακας, το δεύτερο μέλος της σειράς τών κεκορεσμένων υδρογονανθράκων (αλκανίων ή παραφινών), με μοριακό τύπο C2H6 και συντακτικό CH3CH3.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου
πρβλ. αγγλ. ethane, ελληνογενές < eth- (< ether < αἰθὴρ < αἴθω) + -ane (πρβλ. -άνιο)].