αιθερόπλαγκτος
Greek Monolingual
αἰθερόπλαγκτος, -ον (Α)
αυτός που πλανάται στον αιθέρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰθήρ + πλαγκτός < πλάζω «πλανώ, περιπλανώ»].
αἰθερόπλαγκτος, -ον (Α)
αυτός που πλανάται στον αιθέρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰθήρ + πλαγκτός < πλάζω «πλανώ, περιπλανώ»].