αιμόσταση
Greek Monolingual
και αιμοστασία η (Α αἱμόστασις)
νεοελλ.
αυτόματη ή προκλητή επίσχεση αιμορραγίας
αρχ.
1. μέσο χρησιμοποιούμενο για την επίσχεση της αιμορραγίας
2. ορισμένο φυτό που χρησιμοποιούνταν ως στυπτικό για την επούλωση πληγής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα + -στασις < ἵστημι
ο νεώτερος όρος αιμοστασία είναι απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. stagnation de sang].