αιολόφωνος
Greek Monolingual
αἰολόφωνος, -ον (Α)
ο ποικιλόφωνος, αυτός που έχει ποικιλία στους τόνους του τραγουδιού του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰόλος + -φωνος < φωνή.
αἰολόφωνος, -ον (Α)
ο ποικιλόφωνος, αυτός που έχει ποικιλία στους τόνους του τραγουδιού του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰόλος + -φωνος < φωνή.