αισθησιακός

Greek Monolingual

-ή, -ό αίσθηση
1. αυτός που αναφέρεται στις αισθήσεις ή που επηρεάζεται πολύ από τις αισθήσεις
2. ο επιρρεπής στις ηδονές, φιλήδονος.