αισχροπλόκος

Greek Monolingual

-ον
αυτός που πλέκει, που σχεδιάζει ή γράφει αισχρότητες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αισχρὸς + -πλοκος < πλέκω.
ΠΑΡ. αισχροπλοκία].