πλέκω

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλέκω Medium diacritics: πλέκω Low diacritics: πλέκω Capitals: ΠΛΕΚΩ
Transliteration A: plékō Transliteration B: plekō Transliteration C: pleko Beta Code: ple/kw

English (LSJ)

Pi.O. 6.86, etc.: A fut. πλέξω AP5.146 (Mel.): aor. ἔπλεξα Il.14.176, etc.: pf. πέπλοχα (Att. acc. to Hdn.Gr.2.356), (δια-) Hp.Oss.16, (ἐμ-) ibid., but ἐμπέπλεχε ib.17:—Med., fut. πλέξομαι Perict. ap. Stob.4.28.19: aor. ἐπλεξάμην Od.10.168, Ar.Lys.790:—Pass., fut. πλεχθήσομαι (ἐμ-) A.Pr.1079 (anap.); πλᾰκήσομαι (ἐπι-) Gal.6.873: aor. ἐπλέχθην A.Eu.259 (lyr.), Pl.Plt. 283a, (περι-) Od.23.33; but also aor. 2 ἐπλάκην [ᾰ], part. πλᾰκείς (ἐμ-) E.Hipp.1236, (συμ-) S.Fr.618; also part. καταπλεκείς Hsch., v.l. in Plb.3.73.1, περι-πλεκείς Tim.Pers.157, συμπλεκείς Hdt.8.84 (v.l. -πλακ-): pf. πέπλεγμαι Id.7.72, etc.:—plait, twine, πλοκάμους ἔπλεξε φαεινούς Il.14.176; στέφανον Pi.I.8(7).73, cf. Ar.Th.458; ἐκ τῆς βίβλου ἱστία Thphr. HP 4.8.4; ἀνθερίκεσσι ἀκριδοθήραν Theoc.1.52:—Med., πεῖσμα… πλεξάμενος having twisted me a rope, Od.10.168, cf. Hdt.2.28; π. ἄρκυς Ar.Lys.790 (lyr.):—Pass., κράνεα πεπλεγμένα of basket-work, Hdt.7.72; χρέωνται σειρῇσι πεπλεγμένῃσι ἐξ ἱμάντων ib.85; βρόχος πεπλ. σπάρτου X.Cyn.9.13.
2 make by art, βωμόν Call.Ap.61.
II metaph., devise, contrive, mostly of tortuous means, π. δόλον ἀμφί τινι A.Ch.220: prov., δεινοὶ πλέκειν τοι μηχανὰς Αἰγύπτιοι = Egyptians, you know, are clever at weaving crafty schemes Id.Fr.373; so π. πλοκάς E.Ion826; ἐκ τέχνης τέχνην ib.1280; παντοίας παλάμας Ar.V.644 (lyr.):—Pass., μηχανὴ πεπλεγμένη E.Andr.995.
2 of Poets, π. ὕμνον, ῥήματα, Pi.O.6.86, N.4.94; ᾠδάς Critias Fr.1 D.; π. λόγους E.Rh.834, Pl.Hp.Mi.369b; form the plot of a tragedy, opp. λύειν, Arist.Po.1456a9:—hence in Pass., μῦθοι πεπλεγμένοι complex, opp. ἁπλοῖ, ib.1452a12, cf. b32, 1459b9; συλλογισμὸς πεπλ. Arr.Epict.1.29.34; πέπλεκται [ἡ τῶν συμπάντων τῶν ὄντων νομοθεσία] ἐκ… λόγων τε καὶ αἰτίων κτλ. Plot.4.3.15.
3 χρόνον τοῦ ζῆν πλέκειν, = διαπλέκω ΙΙ, Euphro 5.
4 compound, ἐκ λευκοῦ καὶ μέλανος AP12.165 (Mel.):—Pass., of words or syllables, to be compounded, Pl.Tht.202b, Ael.NA5.30.
5 Pass., twine oneself round, περὶ βρέτει πλεχθεὶς θεᾶς A.Eu.259 (lyr.).
6 Pass., to be involved, be entangled, Vett.Val.169.32. (Cf. Lat. plecto, implico, OHG. flehtan.)

German (Pape)

[Seite 629] aor. p. ἐπλέχθην, häufiger ἐπλάκην, oder ἐπλέκην, flechten, drehen; bes. vom Flechten der Haare. Körbe, Seile u. dgl.; χαίτας πεξαμένη χερσὶ πλοκάμους ἔπλεξε, Il. 14, 176; πεῖσμα πλεξάμενος, Od. 10, 168; στέφανον, Pind. I. 7, 66; u. vom künstlichen Gesange, αἰχματαῖσι πλέκων ὕμνον, Ol. 6, 86, wie ῥήματα πλέκων N. 4, 94, μελέων ᾠδάς Critias bei Ath. XIII, 600 c; sp. D., μέλος, ὕμνον, Nonn. D. 1, 502. 2, 83; – auch = Listen, Ränke schmieden, ἦ δόλον τιν' ὦ ξέν' ἀμφί μοι πλέκεις, Aesch. Ch. 218, μηχανάς, frg. 309; aber περὶ βρέτει πλεχθεὶς θεᾶς ἀμβρότου ist = umschlingen, Eum. 249; ποίας μηχανὰς πλέκουσι, Eur. Andr. 66; λόγους, Rhes. 834; μηχανὴ πεπλεγμένη, Andr. 996. – Eben so in Prosa: in eigentlichen Sinne, κράνεα πεπλεγμένα, Her. 7, 72, vom Drehen der Seile, Taue, 7, 85; τὸ πλεχθέν, Plat. Polit. 283 a; βρόχον πεπλεγμένον σπάρτου, Xen. Cyn. 9, 13; σφενδόνας, An. 3, 3, 16; übertr., ἀεὶ σύ τινας τοιούτους πλέκεις λόγους, Plat. Hipp. min. 369 b; μηχανάς, Conv. 203 d; auch τὴν αὐτὴν ταύτην ἀπορίαν ἐν αὐτοῖς τοῖς εἴδεσι παντοδαπῶς πλεκομένην, Parm. 129 e; Sp., wie Theophr., Plut.; die auch sagen χηναλώπηξ πέπλεκταί οἱ τὸ ὄνομα, Ael. H. A. 5, 30, von dem zusammengesetzten Namen.

French (Bailly abrégé)

f. πλέξω, ao. ἔπλεξα, pf. seul. dans les composés;
Pass. f. πλεχθήσομαι, ao. ἐπλέχθην, ao.2 ἐπλάκην et ἐπλέκην ; pf. πέπλεγμαι;
tresser, entrelacer ; Pass. s'enlacer, former une ronde ; en parl. de mots ou de syllabes être composé ; en mauv. part πλέκειν δόλον ESCHN ou μηχανάς EUR tramer une ruse, des machinations;
Moy. πλέκομαι tresser pour soi ou sur soi, acc..
Étymologie: R. Πλεκ, plier ; cf. lat. plico, plecto, amplector.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλέκω, aor. pass. ἐπλέχθην, ἐπλάκην, ptc. ook πλεκείς in compos.; fut. pass. πλακήσομαι en (ἐμ)πλεχθήσομαι vlechten:; στεφάνους kransen Aristoph. Th. 458; ἄρκυς netten of strikken Aristoph. Lys. 790; ἀνθερίκοισι... πλέκει ἀκριδοθήραν met stengeltjes vlecht hij een sprinkhanenhok Theocr. Id. 1.52; pass. subst. ptc..; τὸ πλεχθὲν σύμπαν het hele vlechtsel Plat. Plt. 283a; uitbr.. περὶ βρέτει πλεχθεὶς θεᾶς gestrengeld rond het beeld van de godin Aeschl. Eum. 259. overdr. beramen:. δόλον een list Aeschl. Ch. 220; ἐκ τέχνης τέχνην... ἔπλεξε zij heeft de ene list na de andere bedacht Eur. Ion 1280. kunstig samenstellen, componeren:; λόγους redevoeringen Plat. HpMi 369b; ᾠδάς gezangen Critias B 1.1; οἱ γὰρ Ἔρωτες πλέξαι κἀκ λευκοῦ φασί με καὶ μέλανος de Eroten zeggen immers dat zij mij uit zwart en wit hebben samengesteld AP 12.165.4; spec. intrige van tragedie maken:. πολλοὶ δε πλέξαντες εὖ λύουσι κακῶς veel dichters maken wel een goede intrige, maar wikkelen die slecht af Aristot. Poët. 1456a9; εἰσὶ δὲ τῶν μύθων οἱ μὲν ἁπλοῖ οἱ δὲ πεπλεγμένοι sommige plots zijn enkelvoudig en andere vol verwikkelingen Aristot. Poët. 1452a12.

Russian (Dvoretsky)

πλέκω: (fut. πλέξω, aor. ἔπλεξα; pass.: fut. πλεχθήσομαι, aor. 1 ἐπλέχθην, aor. 2 ἐπλάκην с ᾰ и ἐπλέκην, pf. πέπλεγμαι)
1 плести, сплетать (πλοκάμους Hom.; στέφανον Pind., NT; κράνεα πεπλαγμένα Her.);
2 вить, крутить (πεῖσμα Hom.; κάλον Her.);
3 обвивать: περὶ βρέτει πλεχθεὶς θεᾶς Aesch. обхватив изваяние богини;
4 затевать, выдумывать, строить, подстраивать (δόλον ἀμφί τινι Aesch.; μηχανάς Eur.);
5 составлять, слагать, сочинять (λόγους Plat.; ὕμνον Pind.);
6 усложнять, запутывать (οἱ μῦθοι οἱ μὲν ἁπλοῖ οἱ δὲ πεπλεγμένοι Arst.): πολλοὶ δὲ πλέξαντες εὖ λύουσι κακῶς Arst. многие (драматурги), хорошо составив завязку, плохо (ее) развязывают.

Greek (Liddell-Scott)

πλέκω: Πίνδ., Ἀττ.· μέλλ. πλέξω Ἀνθ. Π. 5. 147· ― ἀόρ. ἔπλεξα Ἰλ., Ἀττ.· ― πρκμ. πέπλεχα (ἐμ-) Ἱππ. 279. 20· ἀλλὰ πέπλοχα (δια-) αὐτόθι 7· ― Μέσ., μέλλ. πλέξομαι Περικτ. παρὰ Στοβ. 488. 1· ― ἀόρ. ἐπλεξάμην, Ὀδ., Ἀριστοφ. ― Παθ., μέλλ. πλεχθήσομαι (ἐμ-) Αἰσχύλ. Πρ. 1079· πλᾰκήσομαι (ἐπι-) Γαλην.· ― ἀόρ. ἐπλέχθην Αἰσχύλ. Εὐμ. 259, Πλάτ. Πολιτ. 283Α, (περι-) Ὀδ.· ἀλλὰ καὶ ἀόρ. β΄ ἐπλάκην [ᾰ], (ἐμ-, συμ-) Εὐρ. Ἱππ. 1236, Σοφ. Ἀποσπ. 548, Ἡρόδ. 8. 84, κτλ.· πρκμ. πέπλεγμαι Ἡρόδ., Ἀττ. ― Ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. δὶς κατ’ ἀόρ. (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. park΄, prinak΄-mi (misceo, jungo), pras΄-nas (πλέγμα)· Λατ. plec-to, am-plec-tor· Σλαυ. plet-a (plait)· Γοτθ. flaht-om (δοτ. πληθ. = πλέγμασι), Γερμ. flecht-en· τὸ παρὰ τοῖς Ἄγγλοις plait, pleat γίνεται ἀμέσως ἐκ τοῦ Γαλλικοῦ plisser (μεταγεν. Λατ. plictiare). Ἡ √ΠΛΕΚ σχετίζεται πρὸς τὸ Λατ. plic-o, Ἀρχ. Γερμ. fult-an (fold), κτλ. ― Δύσκολον εἶναι νὰ μὴ σχετίσῃ τις τὸ Λατ. flecto πρὸς τὰς αὐτὰς ῥίζας). Πλέκω, ὡς καὶ νῦν, συστρέφω, στρήφω, πλοκάμους ἔπλεξε φαεινοὺς Ἰλ. Ξ. 176· στέφανον Πινδ. Ι. 8 (7), 146, Ἀριστοφ. Θεσμ. 458· ἐκ τῆς βίβλου ἱστία Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 4· ἀνθερίκεσσι ἀκριδοθήκαν Θεόκρ. 1. 52. ― Μέσ., πεῖσμα... πλεξάμενος, πλέξας δι’ ἐμὲ σχοινίον, Ὀδ. Κ. 168, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 28, Ἀριστοφ. Λυσ. 790. ― Παθ., κράνεα πεπλεγμένα, πλεκτά, Ἡρόδ. 7. 72· χρέονται σειρῇσι πεπλεγμένῃσι ἐξ ἱμάντων αὐτόθι 85· βρόχος πεπλ. σπάρτου Ξεν. Κύρ. 9. 13. 2) κατασκευάζω διὰ τέχνης, βωμὸν Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 61. ΙΙ. μεταφορ., σχεδιάζω, ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, ὡς τὸ ῥάπτειν, ὑφαίνειν, Λατ. nectere, texere, τὸ πλεῖστον ἐπὶ δολίων, πλαγίων, σκολιῶν καὶ διεστραμμένων μέσων, πλ. δόλον ἀμφί τινι Αἰσχύλ. Χο. 220· μηχανὰς Εὐρ. Ἀνδρ. 995, κτλ.· παροιμ., δεινοὶ πλέκειν τοι μηχανὰς Αἰγύπτιοι Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 312· οὕτω, πλ. πλοκὰς Εὐρ. Ἴων 826· ἐκ τέχνης τέχνην αὐτόθι 1280· παντοίας παλάμας Ἀριστοφ. Σοφ. 644· πρβλ. περιπλέκω ΙΙ. 2. 2) ἐπὶ ποιητῶν, πλ. ὕμνον, ῥήματα Πινδ. Ο. 6. 146, Ν. 4. 153· ᾠδὰς Κριτίας παρ’ Ἀθην. 600D, κτλ.· οὕτω, πλ. λόγους, ὡς τὸ τοῦ Ὁμήρου, μῆτιν ὑφαίνειν Εὐρ. Ρῆσ. 834, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττων 369Β· σχηματίζω τὴν πλοκὴν τραγῳδίας, ἀντίθετ. τῷ λύω, Ἀριστ. Ποιητ. 18. 11· ἐντεῦθεν πρᾶξις πεπλεγμένη ἀντίθετ. τῷ ἁπλῆ, αὐτόθι 10. 3., πρβλ. 13. 2., 24. 3· ― πλ. συλλογισμὸν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 29, 34. 3) βίον πλέκειν = διάγειν, Εὔφρων ἐν «Διδύμοις» 2· ἴδε διαπλέκω ΙΙ, καταπλέκω ΙΙ. 4) συντίθημι λέξεις, Ἀνθ. Π. 12, 164· καὶ ἐν τῷ παθ. ἐπὶ λέξεων, συντίθεμαι, Πλάτ. Θεαίτ. 202Β, Αἰλ. π. Ζ. 5. 30. 5) ἐν τῷ παθ., περιπτύσσομαι, περὶ βρέτει πλεχθεὶς θεᾶς Αἰσχύλ. Εὐμ. 259.

English (Autenrieth)

aor. ἔπλεξε, mid. aor. part. πλεξάμενος: plait, twist.

English (Slater)

πλέκω weave ἁλίκων τῶ τις ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον (I. 8.66) met., ἀνδράσιν αἰχματαῖσι πλέκων ποικίλον ὕμνον (O. 6.86) οἶον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι ῥήματα πλέκων, ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν a wrestling metaphor (N. 4.94)

English (Strong)

a primary word; to twine or braid: plait.

English (Thayer)

1st aorist participle πλέξαντες; (cf. Curtius, § 103; Vanicek, p. 519)); from Homer down; to plait, braid, weave together: πλέξαντες στέφανον, ἐμπλέκω.)

Greek Monolingual

(I)
ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν
1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα του μυστικού Ελικώνος», Κάλβ.
β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν ἐπέθηκαν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ», ΚΔ)
2. μτφ. (κυρίως για ποιητές) συνθέτω με τον λόγο (α. «έπλεξε το εγκώμιό του» — εκθείασε τα προτερήματά του, τον επαίνεσε
β. «ἀνδράσιν αἰχματαῖσι πλέκων ποικίλον ὕμνον», Πίνδ.)
νεοελλ.
1. πλάθω με την φαντασία μου («πλέκω σχέδια για το μέλλον»)
2. φρ. α) «πλέκω ειδύλλιο»
(ενν. με κάποιον) δημιουργώ ερωτική σχέση
β) «πλέκω τα χέρια» — ενώνω τα χέρια μου τοποθετώντας τα δάχτυλα του ενός χεριού στα ενδιάμεσα μέρη τών δαχτύλων του άλλου
μσν.-αρχ.
μτφ. σχεδιάζω, επινοώ και, κυρίως, μηχανεύομαι, ραδιουργώ («δεινοὶ πλέκειν τοι μηχανὰς Αἰγύπτιοι», παροιμ. φρ.)
αρχ.
1. φιλοτεχνώ
2. (σχετικά με τραγωδία) διαμορφώνω την πλοκή
3. συνθέτω («πλέκειν ἐκ λευκοῦ καὶ μέλανος», Ανθ. Παλ.)
4. (μέσ. και παθ.) πλέκομαι
α) αποτελούμαι («πέπλεκται [ἡ τῶν συμπάντων τῶν ὄντων νομοθεσία] ἐκ... λόγων τε καὶ αἰτίων», Πλούτ.)
β) (για λόγους ή για συλλαβές) συντίθεμαι
γ) εναγκαλίζομαι, περιπτύσσομαι
δ) περιπίπτω σε δυσάρεστη ή δυσχερή κατάσταση
5. φρ. α) «μῡθοι πεπλεγμένοι» — μύθοι με σύνθετη πλοκή
β) «συλλογισμός πεπλεγμένος» — περίπλοκος συλλογισμός
γ) «χρόνον τοῦ ζῆν πλέκω» — διάγω, ζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο θεματ. ενεστ. πλέκω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα pleә1 / pl- «διπλώνω, πτυχή» (πρβλ. πέ-πλ-ος, -πλος, -πλάσιος) με ουρανική παρέκταση -κ- και δεν απαντά με τη μορφή αυτή σε καμία άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. Η Λατινική, ωστόσο, πρέπει να διέθετε αμάρτυρο τ. pleco, που εμφανίζεται στα σύνθ. implico, explico, από όπου το ρ. plico «πλέκω» και με παρέκταση -t- το ρ. plecto «πλέκω» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. flehtan, ρωσ. pletu). To θ. πλεκ- του ρήματος εμφανίζεται και στο αρχ. ινδ. praśna- και επίσης στα λατ. σύνθ. simplex, duplex (βλ. λ. απλός, λατ. duplus). Στην ετεροιωμένη βαθμίδα πλοκ- του ρ. ανάγονται οι τ.: πλόκος, πλοκή, πλόκαμος, πλοχμός, και πλόκανον. Το ρ. πλέκω με τεχνική σημ. «συστρέφω, τυλίγω» για κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα, χρησιμοποιήθηκε στην Ελληνική για να δηλώσει την γυναικεία κόμμωση (πρβλ. πλόκαμος).
ΠΑΡ. πλέγμα, πλεκτός, πλέξη (-ις), πλοκή, πλόκαμος
αρχ.
πλέγδην, πλέκος, πλόκος, πλόκανον, πλοχμός
μσν.
πλεγμός
μσν.- νεοελλ.
πλέκτης
νεοελλ.
πλεκτήριο.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αποπλέκω, διαπλέκω, εκπλέκω, εμπλέκω, περιπλέκω, συμπλέκω
αρχ.
αμφιπλέκω, αναπλέκω, αντιπλέκω, επιπλέκω, καταπλέκω, παραπλέκω, προπλέκω, προσπλέκω, υποπλέκω
νεοελλ.
αποσυμπλέκω, ξαναπλέκω, ξεπλέκω].
(II)
N
βλ. πλέγω (Ι).

Greek Monotonic

πλέκω: μέλ. πλέξω, αόρ. αʹ ἔπλεξα, παρακ. πέπλεχα — Μέσ., αόρ. αʹ ἐπλεξάμην — Παθ., μέλ. πλεχθήσομαι, αόρ. αʹ ἐπλέχθην· αλλά αόρ. βʹ ἐπλάκην [ᾰ], παρακ. πέπλεγμαι·
I. πλέκω, στρίβω, συστρέφω, ελίσσω, πλέκω κοτσίδα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. — Μέσ., πεῖσμα πλεξάμενος, έπλεξε γύρω μου ένα σχοινί, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., κράνεα πεπλεγμένα, τα πλεκτά, σε Ηρόδ.· σειραὶ πεπλεγμέναι ἐξ ἱμάντων, στον ίδ.
II. 1. μεταφ., σχεδιάζω, επινοώ, μηχανεύομαι, όπως τα ῥάπτειν, ὑφαίνειν, λέγεται κυρίως για ύπουλα μέσα, πλέκω δόλον, σε Αισχύλ.· μηχανάς, σε Ευρ.· παντοίας παλάμας, σε Αριστοφ.
2. λέγεται για ποιητές, πλέκω ὕμνον, ῥήματα, σε Πίνδ.· πλέκω λόγους, σε Ευρ.
3. στην Παθ., περιπτύσσομαι, περιβάλλομαι από κάποιον, αγκαλιάζομαι, σε Αισχύλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to braid, to knit, to wind, to twine (Il.).
Other forms: (πλεγνύμενος Opp.), aor. πλέξαι (Il.), pass. πλεχθῆναι (Od.), πλακῆναι (IA.), innovation πλεκῆναι (Tim. Pers.), fut. πλέξω, pass. πλεχθήσομαι, πλακήσομαι, perf. πέπλοχα (Hp., Att.), also πέπλεχα (Hp.), -εκα (Call.), midd. pass. πέπλεγμαι (IA.),
Compounds: Often w. prefix, esp. περι-, ἐν(ι)-, συν-.
Derivatives: Many derivv. A. With ε-grade: 1. πλεκτός (σύμ-, εὔ-πλέκω etc.) braided, knit (Il.; Ammann Μνήμης χάριν 1, 17). 2. πλεκτή f. winding, knitwear, rope, fish trap (A., E., Pl.; on the formation Frisk Eranos 43, 222). 3. πλεκτάνη f. wattling, sling, winding (IA.); enlargement of πλεκτή after δρεπάνη a.o. like βοτάνη to βοτόν (Schwyzer 490; cf. Benveniste Origines 108), with -άνιον (Eub.), -ανάομαι (A.), -ανόομαι (Hp.) to be twined round. 4. πλέγμα (ἔμ-, σύμ-πλέκω a.o.) n. plait, wattling a.o. (IA.) with -μάτιον (Arist.), -ματεύεσθαι ἐμπλέκεσθαι H. 5. πλέκος n. wattling, basketwork (Ar.). 6. πλέξις (περί-, ἔμ-, σύμ-πλέκω) f. braiding, twining around etc. (Pl., Arist.) with -είδιον (Suid.), (περι-, συμ-)πλεκτικός belonging to braiding etc. (Pl.; Chantraine Études 135). 7. πλέκτρα n. pl. wattling (Samos IVa). 8. πλέκωμα = δράγμα (sch.). 9. ἐμπλέκ-της, f. -τρια braider (m/f) of hair (Gloss., EM). 10. (περι-, ἐμ-)πλέγδην entwined, interwoven (hell.). 11. ἀμφι-, περι-, συμ-πλεκ-ής id. (Nonn., Orph.; verbal adj. after the ς-stems) with περιπλέκ-εια f. (Jamb.). 12. Desider. πλεξείω (Hdn. Epim.). -- B. With ο-grade: 1. πλόκος m. twine, lock, wreath, collar (Pi., trag.); adj. διά-, σύμ-πλέκω (AP, Nonn.) from δια-, συμ-πλέκω; πλόκιον n. necklace (hell. inscr. a.o.), ἐμ-πλέκω hair slide etc. (hell.), also (pl.) = ἑορτη παρὰ Ἀθηναίοις H.; πλόκ-ιμος suited for braiding (Thphr.; Arbenz 20, Strömberg Theophrastea 171), διαπλόκ-ινος braided (Str.), περιπλοκ-άδην in a close embrace (AP); πλοκ-ίζομαι to let ones hair be braided (Hp.). 2. πλοκή f. (Epich., Arist.) plait, fabric, intertwining, complication etc., very often from the prefixcompp. (περι-, ἐμ-, κατα-, συμ- etc.) in diff. senses (IA.). From πλοκή or πλόκος: πλοκάς f. hair plait, lock (Pherecr.; after γενειάς a.o.); πλοκεύς m. hair braider (Epich., Hp.; Bosshardt 47). 3. πλόκαμος m. lock of hair (ep. poet. Ξ176) with -ίς, -ῖδος f. id. (hell.); unbound from ἐυπλοκάμιδες (Ἀχαιαί Od.) after ἐυκνήμιδες (Ἀχαιοί): κνημίς (Leumann Hom. Wörter 122f.); πλόκαμα τὰ περιόστεα νεῦρα H., -ώδεα τὸν οὖλον βόστρυχον H. 4. πλόκανον n. braiding, knitwear etc. (Pl., X.); after ξόανον, ὄργανον etc. -- 5. πλοχμός, most pl. -οί m. locks of hair (P 52, A. R., AP), suffix -σμο-(Schwyzer 493); connection to the σ-stem in rare πλέκος (prob. innovation) not credible; note however the s-deriv. in the Germ. word for flax, OHG flahs, OE fleax n. (PGm. *flahsa-).
Origin: IE [Indo-European] [834] *pleḱ- twine
Etymology: The thematic root-present πλέκω, on which the whole system including the nouns can have been built (on the aorist πλέξαι Schwyzer 754; πλακῆναι etc. then analog. innovations), has outside Greek no exact correspondence. However, in Lat. an intensive deverbative in plicō, -āre fold (together) (for *plecō after the far more usual compp. ex-plicō etc.), partly in Lat., Germ., perhaps also in Slav. a t-enlargement in Lat. plectō = Germ., e.g. OHG flehtan flechten', Slav., e.g. OCS pletǫ, plesti συρράπτειν, Russ. pletú, plestí (-tь) twine, also lie, cut up. An isolated verbal noun has been retained in Skt. praśnaḥ m. turban, headband (IE *ploḱ-no-s); on further possible representatives in Indo-Iran. Mayrhofer s. v. -- Further forms w. lit. in WP. 2, 97f., Pok. 834f., W.-Hofmann s. 1. plectō and plicō, Ernout-Meillet s. plectō; Slav. forms in Vasmer s. pletú.

Middle Liddell

I. to plait, twine, twist, weave, braid, Il., etc.: Med., πεῖσμα πλεξάμενος having twisted me a rope, Od.:—Pass., κράνεα πεπλεγμένα of basket-work, Hdt.; σειραὶ πεπλεγμέναι ἐξ ἱμάντων Hdt.
II. metaph. to plan, devise, contrive, like ῥάπτειν, ὑφαίνειν, mostly of tortuous means, πλ. δόλον Aesch.; μηχανάς Eur.; παντοίας παλάμας Ar.
2. of Poets, πλ. ὕμνον, ῥήματα Pind.; πλ. λόγους Eur.
3. in Pass. to twist oneself round, Aesch.

Frisk Etymology German

πλέκω: {plékō}
Forms: (πλεγνύμενος Opp.), Aor. πλέξαι (seit Il.), Pass. πλεχθῆναι (Od. usw.), πλακῆναι (ion. att.), Neubildung πλεκῆναι (Tim. Pers. u.a.), Fut. πλέξω, Pass. πλεχθήσομαι, πλακήσομαι, Perf. πέπλοχα (Hp., att.), auch πέπλεχα (Hp.), -εκα (Kall.), Med. Pass. πέπλεγμαι (ion. att.),
Grammar: v.
Meaning: flechten, stricken, drehen, schlingen.
Composita: oft m. Präfix, bes. περι-, ἐν(ι)-, συν-,
Derivative: Zahlreiche Ableitungen. A. Mit ε-Stufe: 1. πλεκτός (σύμ-, εὔ-~ usw.) geflochten, gedreht (seit Il.; Ammann Μνήμης χάριν 1, 17). 2. πλεκτή f. Windung, Strick, Tau, Fischreuse (A., E., Pl. u.a.; zur Bildung Frisk Eranos 43, 222). 3. πλεκτάνη f. Flechtwerk, Schlinge, Windung (ion. att.); Erweiterung von πλεκτή nach δρεπάνη u.a. wie βοτάνη zu βοτόν (Schwyzer 490; vgl. Benveniste Origines 108), mit -άνιον (Eub.), -ανάομαι (A.), -ανόομαι (Hp.) umflochten werden. 4. πλέγμα (ἔμ-, σύμ-~ u.a.) n. ‘Geflecht, Flechtwerk u.a.’ (ion. att.) mit -μάτιον (Arist.), -ματεύεσθαι· ἐμπλέκεσθαι H. 5. πλέκος n. Flechtwerk, Korbarbeit (Ar.). 6. πλέξις (περί-, ἔμ-, σύμ-~) f. das Flechten, Umschlingen (Pl., Arist. u.a.) mit -είδιον (Suid.), (περι-, συμ-)πλεκτικός ‘zum Flechten usw. gehörig’ (Pl. u.a.; Chantraine Études 135). 7. πλέκτρα n. pl. Flechtwerk (Samos IVa). 8. πλέκωμα = δράγμα (Sch.). 9. ἐμπλέκτης, f. -τρια ‘Haarflechter(in)’ (Gloss., EM). 10. (περι-, ἐμ-)πλέγδην verflochten, verschlungen (hell. u. sp.). 11. ἀμφι-, περι-, συμπλεκής ib. (Nonn., Orph.; Verbaladj. nach den ες-Stämmen) mit περιπλέκεια f. (Jamb.). 12. Desider. πλεξείω (Hdn. Epim.). — B. Mit ο-Stufe: 1. πλόκος m. Geflecht, Locke, Kranz, Halsband (Pi., Trag. u.a.); Adj. διά-, σύμ-~ (AP, Nonn. u.a.) von δια-, συμπλέκω; πλόκιον n. Halskette (hell. Inschr. u.a.), ἐμ-~ Haarspange (hell.), auch (pl.) = ἑορτὴ παρὰ Ἀθηναίοις H.; πλόκιμος zum Flechten geeignet (Thphr.; Arbenz 20, Strömberg Theophrastea 171), διαπλόκινος geflochten (Str.), περιπλοκάδην in enger Umarmung (AP); πλοκίζομαι das Haar flechten lassen (Hp. u.a.). 2. πλοκή f. (Epich., Arist. u.a.) Geflecht, Gewebe, Verflechtung, Verwicklung, sehr oft von den Präfix- kompp. (περι-, ἐμ-, κατα-, συμ- usw.) in verschiedenen Bedd. (ion. att.). Von πλοκή od. πλόκος: πλοκάς f. Haarflechte, Locke (Pherekr.; nach γενειάς u.a.); πλοκεύς m. Haarflechter (Epich., Hp.; Bosshardt 47). 3. πλόκαμος m. Haarlocke (ep. poet. seit Ξ176, sp. Prosa) mit -ίς, -ῖδος f. ib. (hell. u. sp. Dicht.); aus ἐυπλοκάμιδες (Ἀχαιαί Od.) ausgelöst nach ἐυκνήμιδες (Ἀχαιοί): κνημίς (Leumann Hom. Wörter 122f.); πλόκαμα· τὰ περιόστεα νεῦρα H., -ώδεα· τὸν οὖλον βόστρυχον H. 4. πλόκανον n. Flechtwerk, Strick (Pl., X. u.a.); nach ξόανον, ὄργανον usw. — 5. πλοχμός, meist pl. -οί m. Haarlocken (P 52, A. R., AP u.a.), Suffix -σμο-(Schwyzer 493); Beziehung zum σ-Stamm im seltenen πλέκος (wahrscheinlich Neubildung) nicht glaubhaft; zu beachten dagegen die s-Ableitung im germ. Wort für Flachs, ahd. flahs, ags. fleax n. (urg. *flahsa-).
Etymology: Das thematische Wz.präsens πλέκω, auf dem das ganze Formensystem einschließlich der Nomina aufgebaut sein kann (zum Aorist πλέξαι Schwyzer 754; πλακῆναι usw. dann analog. Neubildungen), hat außerhalb des Griechischen keine genaue Entsprechung. Demgegenüber stehen teils im Lat. ein intensives Deverbativum in plicō, -āre ‘(zusammen)-falten’ (für *plecō nach den weit gewöhnlicheren Kompp. ex-plicō usw.), teils im Lat., Germ., vielleicht auch im Slav. eine t-Erweiterung in lat. plectō = germ., z.B. ahd. flehtanflechten’, slav., z.B. aksl. pletǫ, plesti συρράπτειν, russ.pletú, ptestí (-) flechten, auch lügen, aufschneiden. Ein isoliertes Verbalnomen hat sich in aind. praśnaḥ m. Turban, Kopfbinde (idg. *ploḱ-no-s) erhalten; über weitere denkbare Vertreter im Indoiran. Mayrhofer s. v. — Weitere Formen m. Lit. bei WP. 2, 97f., Pok. 834f., W.-Hofmann s. 1. plectō und plicō, Ernout-Meillet s. plectō; slav. Formen bei Vasmer s. pletú.
Page 2,557-558

Chinese

原文音譯:plškw 普累可
詞類次數:動詞(3)
原文字根:編織
字義溯源:編結*,編織,編作
同源字:1) (ἐμπλέκω)編織,糾纏 2) (ἐμπλοκή / πλοκή)精緻編髲 3) (πλέγμα)編髮 4) (πλέκω)編結
出現次數:總共(3);太(1);可(1);約(1)
譯字彙編
1) 編作(3) 太27:29; 可15:17; 約19:2

Mantoulidis Etymological

Ἀπό ρίζα πλεκ- πού σχετίζεται μέ τό λατιν. plico. Θέμα: πλέκ + ω → πλέκω. Μέ ἑτεροίωση τοῦ ε σέ ο → πλοκ καί μέ τροπή τοῦ ε σέ α → πλακ-.
Παράγωγα: πλέγμα, σύμπλεγμα, πλέκος, πλεκτάνη, πλεκτός, πλεκτικός, πλεκτή (=σχοινί), πλέξις, πλόκαμος (=πλεξούδα), πλοκαμίς (=πλεξούδα), πλόκανον (=ἔργο πλεκτικῆς), πλοκεύς, πλοκή (=πλέξιμο, περιπλοκή τῆς δραματικῆς ὑπόθεσης), (ἐπι, περι, ἐμ)πλοκή, πλόκος (=μπούκλα), δολοπλόκος, περίπλοκος, δίπλαξ (=διπλωμένη χλαίνη), πολύπλοκος.