αισχρόβιος

Greek Monolingual

-ία, -ιο (Μ αἰσχρόβιος)
αυτός που ζει αισχρή, ακόλαστη ζωή, εξώλης και προώλης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰσχρὸς + βίος.