εξώλης

From LSJ

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522

Greek Monolingual

ο, η (AM ἐξώλης, -ες)
1. ο τελείως διεφθαρμένος ηθικά
2. φρ. «ἐξώλης καὶ προώλης» — τελείως διεφθαρμένος ευθύς εξαρχής
αρχ.
ο τελείως κατεστραμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. με α' συνθετικό την πρόθεση εξ- και β' την εκτεταμένη βαθμίδα (ωλ-) του ρ. όλλυμι].