Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ἀκέστωρ (-ορος), ο, θηλ. ακεστορίς (Α)ο ακεστήρ.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκέομαι.ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστορία.