ακαρύκευτος

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀκαρύκευτος, -ον) καρυκεύω
1. αυτός που δεν έχει καρυκεύματα (για φαγητά που δεν έχουν μπαχαρικά και μυρωδικά)
2. μτφ. ο άνοστος, ο στεγνός: «λόγος ἀκαρύκευτος».