οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug
(I)
ἄνοστος, -ον (Α) νόστος «επιστροφή»]
εκείνος που δεν επέστρεψε ή δεν επιστρέφει στην πατρίδα («πάντες ἐγένοντο ἄνοστοι»).
(II)
-η, -ο (Α ἄνοστος, -ον) νόστος (II) «γεύση»]
χωρίς νοστιμιά, άγευστος, ανούσιος
νεοελλ.
εκείνος που δεν προκαλεί ευχάριστη εντύπωση, άχαρος, σαχλός.