ακαταπόνητος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκαταπόνητος, -ον)
αυτός που δεν καταπονείται, ο ακούραστος, ο ακατάβλητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + καταπονῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακαταπονησία].