ακληριάζω

Greek Monolingual

και ακλεριάζω άκληρος
1. είμαι άκληρος, δεν έχω παιδιά
2. δεν έχω αρσενικά παιδιά
3. πεθαίνουν τα παιδιά μου και μένω άκληρος.