άκληρος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄκληρος, -ον) (νεοελλ. και άκλερος, -η, -ο)
νεοελλ.
1. όποιος δεν έχει κληρονόμους, ο άτεκνος
2. όποιος δεν έλαβε μερίδιο από κληρονομιά, δεν κληρονόμησε τίποτε
3. ο δυστυχισμένος, ο κακόμοιρος1
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει κλήρο γης, ο φτωχός
2. αυτός που δεν παίρνει μέρος, που δεν μετέχει σε κάτι
3. όποιος δεν μοιράστηκε με κλήρο, δεν έγινε κτήμα κάποιου
4. εκείνος που έχασε τον κλήρο του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + κλῆρος.
ΠΑΡ. ακληρία
αρχ.-μσν.
ἀκληρῶ
μσν.
ἀκληρεί, ἀκληρίζω
νεοελλ.
ακληριάζω, ακληρίλα, ακληρίτης].