ακμόθετον

Greek Monolingual

ἀκμόθετον, το και ἀκμοθέτης, ο (Α)
η ξύλινη βάση όπου τοποθετείται το αμόνι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκμων + -θετὸς < τίθημι.