ακούρευτος
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀκούρευτος, -ον) κουρεύω
αυτός που δεν κουρεύτηκε, που δεν έκοψε τα μαλλιά του
νεοελλ.
(για δέντρα ή φυτά) αυτός που δεν του αφαίρεσαν με ειδικό μηχάνημα τα περιττά κλαδιά ή φύλλωμα.
-η, -ο (Μ ἀκούρευτος, -ον) κουρεύω
αυτός που δεν κουρεύτηκε, που δεν έκοψε τα μαλλιά του
νεοελλ.
(για δέντρα ή φυτά) αυτός που δεν του αφαίρεσαν με ειδικό μηχάνημα τα περιττά κλαδιά ή φύλλωμα.