ακριβάζω

Greek Monolingual

ἀκριβάζω (Α)
1. ἀκριβῶ
2. παθ. υπερηφανεύομαι γι’ αυτό που είμαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκριβής.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρίβασμα, ἀκριβασμός, ἀκριβαστής.