ακριβοθώρητος

Greek Monolingual

-η, -ο ακριβοθωρώ
1. αυτός που τον βλέπει κανείς σε αραιά χρονικά διαστήματα
2. αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να τον πλησιάσει, δυσπρόσιτος
3. πολύτιμος
«Φύτρωσαν άντρες πολεμόχαροι / σαν τα διαμάντια ακριβοθώρητοι» (Κ. Παλαμά, Ασάλ. Ζωή 2121).