ακριβόμετρο

Greek Monolingual

το
ακριβέστατο όργανο μέτρησης ή ζύγισης πολύ μικρών άντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακριβής + μέτρο.
ΠΑΡ. ακριβομετρώ].