Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ακροπόλος
Greek Monolingual
ἀκροπόλος, -ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στα ύψη, ο ψηλός 2.ως ουσ.οἱ ἀκροπόλοι οι αρκτικοί και ανταρκτικοί κύκλοι. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ<ἀκρο- (Ι) +πόλος<πολῶ (-έω) «περιφέρομαι, περιπλανώμαι, συχνάζω, διαμένω, κατοικώ»].