ακροφύσιο
Greek Monolingual
το (Α ἀκροφύσιον)
νεοελλ.
σωλήνας ή αγωγός μικρού μήκους, που καταλήγει σε στενό άκρο και που τοποθετείται στο άκρο σωλήνα ή αγωγού για να ρυθμίζει τη ροή ή για να αυξήσει την ταχύτητα του εκτοξευόμενου ρευστού
άρχ.
1. το άκρο, το στόμιο του φυσητήρα, του φυσερού
2. η ουρά του κομήτη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + φῦσα «φυσερό»].