ακτινόμετρο

Greek Monolingual

το (Μετεωρ.)
γενικός χαρακτηρισμός τών οργάνων που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της ηλιακής ακτινοβολίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < ακτίς (-ίνα) + μέτρο(ν), πρβλ. αγγλ. actinometer.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακτινομετρώ].