αλίχνιστος

Greek Monolingual

-η, -ο
(για σιτηρά και, γενικά, δημητριακά που έχουν θεριστεί) αυτός που δεν λιχνίστηκε, δεν αποχωρίστηκε με λίχνισμα από τα άχυρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + λιχνιστός < λιχνίζω].