λιχνίζω

Greek Monolingual

αποχωρίζω το άχυρο από το σιτάρι με το λιχνιστήρι, λικμίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. του λιχνῶ, σχηματισμένος από τον αόρ. ἐλίχνησα, που συνέπιπτε με τον αόρ. -ισα ρημάτων με ενεστ. σε -ίζω].