ο (Α ἀλαλαγμὸς) ἀλαλάζωδυνατή κραυγή, ιδίως χαράςαρχ.δυνατός θόρυβος από φωνές ή ήχους, ακόμη και κραυγή οδύνης, ολολυγμός.