αλαλογώ

Greek Monolingual

(-άω)
είμαι ή γίνομαι ανόητος, αποβλακώνομαι («αλαλόγησε το παιδί διάβασε-διάβασε» Βηλαράς).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλαλος + κατάλ. –λογώ, κατά απλολογία].