-η, -οαυτός που ταξιδεύει ή ταξίδεψε σε μακρινούς τόπους («θα πάω μ’ αλαργοτάξιδο καράβι εγώ στα ξένα»).[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλάργος + ταξίδι].