καράβι
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
Greek Monolingual
το (AM καράβιον, Μ και καράβιν)
νεοελλ.
1. πλοίο
2. κομμάτι ψωμιού που πάνω του βάζουν μεζέ και χρησιμεύει ως ορεκτικό για ούζο ή για κρασί
3. πρόποση σε συμπόσιο
4. φρ. α) «μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες» — οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν μεγάλους κινδύνους
β) «το 'ριξε έξω το καράβι» — καταστράφηκε οικονομικά ή προκάλεσε οικονομική καταστροφή
γ) «μικρό καράβι παίνευε, μεγάλο καβαλίκα» — μη ριψοκινδυνεύεις από ενθουσιασμό
δ) ειρων. «πέσαν έξω τα καράβια του» ή «βούλιαξαν τα καράβια του» — γι' αυτούς που είναι στενοχωρημένοι ή άκεφοι χωρίς λόγο
νεοελλ.-μσν.
μεγάλο εμπορικό, πολεμικό ή επιβατηγό ιστιοφόρο πλοίο
αρχ.
(υποκορ. του κάραβος) ελαφρό πλοιάριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καράβ-ιον < κάραβος + υποκορ. κατάλ. -ιον
ο νεοελλ. τ. καράβι χωρίς υποκορ. σημ. Η λ. καράβι απαντά ως α' συνθετικό με τη μορφή καραβο-.
ΠΑΡ. νεοελλ. καραβήσιος, καραβιά, καραβιώτης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν. καραβοθαλασσοπνιγμένος, καραβοκάτεργο(ν)
μσν.- νεοελλ.
καραβοκύρης
νεοελλ.
καραβόγατος, καραβόπανο, καραβόσκαρο, καραβόσκυλος, καραβοστάσι, καραβόσχοινο, καραβοτσακίζομαι, καραβοφάναρο. (Β' συνθετικό) νεοελλ. κλεφτοκάραβο, ξυλοκάραβο, παλιοκάραβο, πλουσιοκάραβο, σαπιοκάραβο, φτωχοκάραβο].
Translations
Abkhaz: аӷба; Afrikaans: skip; Aghwan: 𐕎𐔽𐔰; Albanian: anije; Ambonese Malay: kapal; Amharic: መርከብ, ላከ; Arabic: سَفِينَة; Gulf Arabic: سَفينة; Armenian: նավ; Old Armenian: նաւ; Assamese: জাহাজ; Assyrian Neo-Aramaic: ܣܦܝܼܢ݇ܬܵܐ, ܓܵܡܝܼ; Asturian: barcu; Azerbaijani: gəmi; Baluchi: جہاز; Bashkir: карап; Basque: itsasontzi; Belarusian: карабе́ль, су́дна; Bengali: জাহাজ; Brahui: جاز; Bulgarian: ко́раб, парахо́д; Burmese: သင်္ဘော; Catalan: vaixell, nau; Chechen: кема; Cherokee: ᏥᏳ; Chinese Cantonese: 船; Dungan: чуан; Gan: 船; Hakka: 船; Jin: 船; Mandarin: 船, 船舶; Min Bei: 船; Min Dong: 船; Min Nan: 船; Wu: 船; Xiang: 船; Chuvash: карап; Crimean Tatar: gemi; Czech: loď; Danish: skib; Dutch: schip; Elfdalian: stjipp; Erzya: иневенч; Esperanto: ŝipo; Estonian: laev; Faroese: skip; Finnish: laiva; French: vaisseau, bateau, navire; Friulian: nâf, nâv; Galician: navío, nave, barcia, beote, vaixel; Georgian: გემი, ხომალდი; German: Schiff; Gothic: 𐍃𐌺𐌹𐍀; Greek: πλοίο, καράβι; Ancient Greek: ναῦς, νηῦς, νᾶς, πλοῖον; Greenlandic: umiarsuaq; Gujarati: જહાજ; Hawaiian: moku; Hebrew: סְפִינָה, אֳנִיָּה \ אונייה; Hindi: पोत, जहाज़, जलयान; Hungarian: hajó; Icelandic: skip; Indonesian: kapal; Inuktitut: ᐅᒥᐊᕐᔪᐊᖅ; Irish: long, árthach; Italian: nave, bastimento, vascello, transatlantico, piroscafo, naviglio, battello; Japanese: 船, 船舶; Javanese: kapal; Kalmyk: керм; Kannada: ನೌಕೆ; Karelian: laiva; Kashmiri: जहाज़; Kazakh: кеме; Khmer: កប៉ាល់, នាវា, សំពៅ; Korean: 배, 선박(船舶), 선(船); Kurdish Central Kurdish: کهشتی, گهمی; Northern Kurdish: keştî, gemî; Kyrgyz: кеме; Ladino: nave, vapor; Lao: ກຳປັ່ນ, ເຮືອ; Latin: navis; Latvian: kuģis; Lezgi: гими; Lithuanian: laivas; Lombard: nav; Low German: Schipp; Luxembourgish: Schëff; Lü: ᦵᦣᦲᦉᦗᧁ; Macedonian: брод, лаѓа, кораб; Maguindanao: kapal; Malay: kapal; Malayalam: കപ്പല്, നൌക; Maltese: vapur; ġifen; Manx: lhong; Maori: kaipuke; Maranao: kapal; Marathi: जहाज; Mon: က္ၜၚ်; Mongolian Cyrillic: усан онгоц, онгоц, хөлөг; Uyghurjin: ᠤᠰᠤᠨ; ᠣᠩᠭᠤᠴᠠ, ᠣᠩᠭᠤᠴᠠ, ᠬᠥᠯᠭᠡ; Nahuatl Central: acalli; Classical: acalli; Navajo: tsin naaʼeeł; Neapolitan: barca; Nepali: जहाज; Ngazidja Comorian: meli; Nogai: кеме; North Frisian: schap; skap, Skep; Northern Sami: skiipa, láivi; Norwegian Bokmål: skip; Nynorsk: skip; Occitan: nau, vaissèl; Old Church Slavonic Cyrillic: корабл҄ь, корабь; Old East Slavic: корабль; Old English: sċip; Old High German: skif; Oriya: ଜାହାଜ; Oromo: doonii; Ossetian: науӕ, нау; Ottoman Turkish: گمی; Palauan: diall; Pali: nāvā; Pashto: کښتۍ, کيښتۍ, بېړۍ, ابګوټ; Persian: کشتی, ناو, جهاز, سماری; Polish: statek, okręt, korab; Portuguese: navio; Punjabi: ਜਹਾਜ਼, ਨਾਵ; Shahmukhi: جہاز; Romanian: navă, corabie, vas; Romansch: nav, bartga, bastiment; Russian: корабль, судно, пароход; Rusyn: корабе́ль; Sanskrit: नौ, नाव, पोत; Santali: ᱡᱟᱦᱟᱡᱽ; Scots: gailey; Scottish Gaelic: long; Serbo-Croatian Cyrillic: бро̑д, ла̑ђа, ко̏раб/кора̑б, ко̏рабаљ/ко̏ра̄баљ; Roman: brȏd, lȃđa, kȍrāb/korȃb, kȍrābalj/korȃbalj; Silesian: statek; Sindhi: جہاز; Sinhalese: නැව; Slovak: loď; Slovene: ladja; Somali: markab; Sorbian Lower Sorbian: łoź; Upper Sorbian: łódź; Southern Altai: кереп; Spanish: barco, buque, nave; Sranan Tongo: sipi; Swahili: meli, jahazi; Swedish: skepp, fartyg; Tabasaran: гими; Tagalog: barko, daong; Tajik: киштӣ, сафина; Tamil: கப்பல்; Tatar: кораб; Telugu: ఓడ, నావ, నౌక; Thai: เรือ, กำปั่น; Tibetan: གྲུ་གཟིངས; Tigrinya: መርከብ; Tok Pisin: sip; Turkish: gemi; Turkmen: gäämi, gämi, korabl, parohod; Udmurt: корабль; Ugaritic: 𐎀𐎐𐎊𐎚; Ukrainian: корабе́ль, судно́; Urdu: جہاز, پوت; Uyghur: پاراخوت, كېمە; Uzbek: kema, paroxod; Vietnamese: tàu thuỷ, tàu; Volapük: naf; Waray-Waray: barko; Welsh: llong; Yakut: хараабыл; Yiddish: שיף; Zhuang: ruz