καράβι Search Google

From LSJ

ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other

Source

Greek Monolingual

το (AM καράβιον, Μ και καράβιν)
νεοελλ.
1. πλοίο
2. κομμάτι ψωμιού που πάνω του βάζουν μεζέ και χρησιμεύει ως ορεκτικό για ούζο ή για κρασί
3. πρόποση σε συμπόσιο
4. φρ. α) «μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες» — οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν μεγάλους κινδύνους
β) «το 'ριξε έξω το καράβι» — καταστράφηκε οικονομικά ή προκάλεσε οικονομική καταστροφή
γ) «μικρό καράβι παίνευε, μεγάλο καβαλίκα» — μη ριψοκινδυνεύεις από ενθουσιασμό
δ) ειρων. «πέσαν έξω τα καράβια του» ή «βούλιαξαν τα καράβια του» — γι' αυτούς που είναι στενοχωρημένοι ή άκεφοι χωρίς λόγο
νεοελλ.-μσν.
μεγάλο εμπορικό, πολεμικό ή επιβατηγό ιστιοφόρο πλοίο
αρχ.
(υποκορ. του κάραβος) ελαφρό πλοιάριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καράβ-ιον < κάραβος + υποκορ. κατάλ. -ιον
ο νεοελλ. τ. καράβι χωρίς υποκορ. σημ. Η λ. καράβι απαντά ως α' συνθετικό με τη μορφή καραβο-.
ΠΑΡ. νεοελλ. καραβήσιος, καραβιά, καραβιώτης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν. καραβοθαλασσοπνιγμένος, καραβοκάτεργο(ν)
μσν.- νεοελλ.
καραβοκύρης
νεοελλ.
καραβόγατος, καραβόπανο, καραβόσκαρο, καραβόσκυλος, καραβοστάσι, καραβόσχοινο, καραβοτσακίζομαι, καραβοφάναρο. (Β' συνθετικό) νεοελλ. κλεφτοκάραβο, ξυλοκάραβο, παλιοκάραβο, πλουσιοκάραβο, σαπιοκάραβο, φτωχοκάραβο].

Translations