η1. ποσότητα αλατιού αρκετή για το αλάτισμα ενός φαγητού2. το μέρος όπου δίνουν στα γιδοπρόβατα αλάτι για φαγητό, η αλαταριά.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλάτιση < αλατίζω].