αλβανόφωνος

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που μιλάει την αλβανική γλώσσα ως μητρική, αλλά δεν είναι Αλβανός κατά την εθνικότητα, ο αλβανόγλωσσος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Αλβανός + -φωνος < φωνή.