αλγεβρικός

Greek Monolingual

-ή, -ό άλγεβρα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Άλγεβρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλγεβρα + κατάλ. -ικός, πρβλ. αγγλ. algebraic].