το αλεπού1. μικρή αλεπού2. δόλιο, πανούργο, πονηρό παιδίπαροιμία «η αλεπού εκατό χρονών, το αλεπόπουλο εκατόν δέκα» (για νέους που υπερακοντίζουν τους γεννήτορες σε γνώσεις ή πονηριά).