αλευροδόχη

Greek Monolingual

η
η ξύλινη σκάφη του αλευρόμυλου όπου πέφτει το αλεύρι που βγαίνει από τη μυλόπετρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεύρι + -δόχη < δέχομαι.