μυλόπετρα

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539

Greek Monolingual

η (Μ μυλόπετρα)
καθένας από τους δύο λίθινους δίσκους που χρησιμοποιούνται για την άλεση τών δημητριακών καρπών, αλλ. μυλίτης λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος + πέτρα.