αλευρόκολλα

Greek Monolingual

η
1. κόλλα από αλεύρι (βράζεται με ανάλογο νερό)
2. η αζωτούχος ύλη τών δημητριακών, αλλ. γλουτένη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεύρι + κόλλα.