Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αζωτούχος

From LSJ

γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache

Menander, Monostichoi, 220

Greek Monolingual

-ο
αυτός που περιέχει άζωτο. Π. χ. αζωτούχο λίπασμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άζωτο + -ούχος < έχω].