αλιπλήξ

Greek Monolingual

ἁλιπλήξ (-ῆγος), ο, η (Α)
ο ἁλίπληκτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + -πληξ < πλήσσω «χτυπώ»].