ἁλιτρεφής, -ές (Α)αυτός που τρέφεται από τη θάλασσα ή που ζει στη θάλασσα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + -τρεφής < ρ. τρέφω ή ουσ. τρέφος.