αλληλεπίδραση

Greek Monolingual

η
αμοιβαία επίδραση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα έμψυχα ή άψυχα όντα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλληλ(ο)- + επίδραση. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. interaction
πρέπει να σημειωθεί ότι στην Κοινωνιολογία και την Ψυχολογία ο αγγλ. όρος interaction έχει αποδοθεί και ως αλληλόδραση].