αλυκτώ

Greek Monolingual

(I)
ἀλυκτῶ (-έω) (Α) ἀλύω
βλ. αλυκτάζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλυκτὸς < ἀλυκ-, θ. του ρ. ἀλύσσω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλυκτάζω.
(II)
(-εω) (Α ἀλυκτῶ)
υλακτώ (για νεοελλ. ερμηνεύματα βλ. αλυχτώ).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ὑλακτώ, με αμοιβαία μετάθεση τών φωνηέντων υ και α].